Σε κάθε άνθρωπο που περνά την πόρτα του θεραπευτή, κουβαλώντας ένα βλέμμα βαρύ, ένα σώμα που αποφεύγει να νιώσει, και μια φωνή που ψιθυρίζει “δεν έχω διάθεση για τίποτα”, κατοικεί ένα αόρατο τραύμα: η εκτροχιασμένη λίμπιντο Η Λιμπιντο που έχει χάσει τη φυσική ροή της.. Εκεί, στα ενδότερα του ψυχισμού, η ζωτική ενέργεια που άλλοτε ήθελε να τρέξει, να αγκαλιάσει, να τραγουδήσει και να δημιουργήσει, τώρα έχει παγώσει, αποσυρθεί ή μπερδευτεί. Και ο θεραπευτής; Δεν είναι τίποτε άλλο από έναν ήπιο μεσίτη ανάμεσα στη ζωή που έχει μπλοκάρει και στη ζωή που ακόμη περιμένει να αρχίσει.
Η ψυχαναλυτική θεωρία, από τον Sigmund Freud έως τον Carl Jung, και η βιοενεργητική προσέγγιση του Wilhelm Reich, συμφωνούν ότι η λίμπιντο δεν είναι απλώς η σεξουαλική ορμή. Είναι η ίδια η ζωτική ενέργεια – η ορμή του είναι προς το νόημα, την ένωση, τη δημιουργία. Όταν όμως η ενέργεια αυτή διαστραφεί, καταπιεστεί ή καθηλωθεί από τραύμα, κοινωνικούς καταναγκασμούς ή ενοχή, δεν εξαφανίζεται. Μεταμφιέζεται. Γίνεται μελαγχολία, βαρεμάρα, ατονία.
Η “ατακτοποίητη λιβιδινική οικονομία” δεν είναι απλώς μια αφηρημένη έννοια. Είναι εκείνος ο βουβός ηλεκτρισμός κάτω από το δέρμα, εκείνο το σφίξιμο στο στομάχι, το βάρος στο στήθος, η αποσύνδεση από το σώμα και η αίσθηση ότι η ζωή περνά “από πάνω σου” χωρίς να σε αγγίζει.
Ο θεραπευτής καλείται να αναγνωρίσει τα ίχνη αυτής της διαταραγμένης ενέργειας – όχι μόνο στα λόγια, αλλά και στις κινήσεις, στις παύσεις, στα βλέμματα. Η μελαγχολία δεν λέει “είμαι λυπημένος”, λέει “η επιθυμία μου έχει πεθάνει”. Και η βαρεμάρα δεν λέει “δεν με ενδιαφέρει τίποτα”, αλλά “έχω ξεχάσει πώς ήταν να θέλω”.
Η θεραπεία δεν ξεκινά με την υπόδειξη λύσεων, αλλά με την προσεκτική αναγνώριση του μπλοκαρίσματος. Ο θεραπευτής δεν προτείνει εξ αρχής “στόχους”, μα στέκεται ως μάρτυρας της εσωτερικής σιγής. Αντέχει να μείνει μαζί με τον θεραπευόμενο στον “νεκρό χρόνο” της έλλειψης ενέργειας, δίχως να τον πιέσει να ζήσει, αλλά με σταθερή πίστη ότι η ζωή δεν έχει φύγει. Μόνο έχει κρυφτεί.
Η βαρύτητα της μελαγχολίας εντοπίζεται και στο σώμα. Ο Reich υπενθυμίζει ότι κάθε ψυχικό μπλοκάρισμα εγγράφεται σωματικά: στους ώμους που δεν πέφτουν ποτέ, στα σαγόνια που σφίγγουν το ανείπωτο, στο διάφραγμα που δεν επιτρέπει ούτε βαθιά αναπνοή ούτε λυγμό. Ο θεραπευτής που εργάζεται βιωματικά δεν θα μείνει μόνο στη λέξη, αλλά θα αναζητήσει και το “πού κρατά το σώμα το πένθος του”.
Μέσα από τεχνικές βιοενεργητικής αναπνοής, απτικής αφύπνισης ή ακόμη και απλές προσκλήσεις προς κίνηση και φωνή, βοηθά το άτομο να επανασυνδεθεί με τη σωματικότητά του. Εκεί που το σώμα ξαναθυμάται, αρχίζει και η λίμπιντος να κυλά ξανά.
Στην θεωρία του Internal Family Systems (IFS), η εικόνα συμπληρώνεται. Η ψυχή δεν είναι μία και ενιαία. Είναι μια οικογένεια εσωτερικών μερών – καθένα με δική του ιστορία, δική του λειτουργία, δικό του φορτίο. Μέσα μας ζουν μέρη που κάποτε πληγώθηκαν βαθιά – τραυματισμένα εσωτερικά παιδιά που παρέμειναν παγωμένα στη στιγμή της εγκατάλειψης, της απόρριψης, του τρόμου.
Αυτά τα κομμάτια, τα λεγόμενα Exiles, δεν πέθαναν. Κρύφτηκαν. Και μαζί τους έκρυψαν και την πιο αγνή μορφή επιθυμίας – εκείνη που ήθελε να σχετιστεί, να αγαπήσει, να φανερωθεί. Η λίμπιντος τότε δεν εξαφανίστηκε… Φυλακίστηκε.
Για να επιβιώσει το Σύστημα, έρχονται άλλα μέρη – προστάτες που καταστέλλουν, αποσυνδέουν ή αποπροσανατολίζουν. Ο θεραπευτής στο IFS δεν αντιμάχεται αυτά τα μέρη. Τα προσεγγίζει με σεβασμό, σαν φύλακες που κάποτε χρειάστηκε να σταθούν εμπρός από μια μεγάλη φωτιά. Όμως τώρα η φωτιά έχει σβήσει, και αυτοί μπορούν να ησυχάσουν.
Καθώς ο αυθεντικός Εαυτός (Self) αναδύεται, αρχίζει να κρατά χώρο για τους Εξόριστους. Και όταν ο φόβος υποχωρεί, η επιθυμία επιστρέφει. Η λίμπιντος παύει να είναι απειλή και γίνεται πηγή. Το σώμα ξαναβρίσκει κίνηση. Η ζωή ξαναβρίσκει τόπο. Και το εσωτερικό σπίτι, κάποτε σκοτεινό, γίνεται ξανά κατοικήσιμο.
Τότε, ο θεραπευτής δεν είναι πια απλώς συνοδοιπόρος. Είναι ένας ποιητής της ενέργειας – εκείνος που υπενθυμίζει πως, ακόμη και στο πιο σιωπηλό σύστημα, μια σπίθα επιθυμίας περιμένει να της επιτραπεί να ανασάνει.